μύδος

μυδρίασις

μυδροκτυπέω-ῶ
μυδρίασις, εως () [] mydriasis, maladie de la pupille, Gal. 2, 269 ; P. Eg. 3, 22 ||
E Ion. μυδρίησις, Arét. p. 34, 50.
Étym. cf. ἀμυδρός.