μυέλινος

μυελόεις

μυελόν
μυελόεις, όεσσα, όεν []
1 plein de moelle, Od. 9, 293 ||
2 moelleux, tendre, Matr. (Ath. 64c, 135a) ; Nic. Al. 59.
Étym. μυελός.