μυόφορϐος

μυόχοδα

μυόχοδος γέρων
μυό·χοδα, ων (τὰ) crottes de rat ou de souris, Th. H.P. 5, 4, 5 ; Diosc. 2, 98 ; Gal. 14, 349.
Étym. μ. χέζω.