μυραλοιφέω-ῶ

μυραλοιφία

μυραππίδια
μυρ·αλοιφία, ας () [ῠᾰλ] action de parfumer d’huile ou d’essence aromatique, Plut. M. 662a ; A. Tat. 2, 38.
Étym. μύρον, ἀλοιφή.