μυράφιον

μυρεψέω-ῶ

μυρεψητήριον
μυρεψέω-ῶ []
1 fabriquer (propr. faire cuire) des parfums, Es. 322 b Halm ||
2 fig. distiller, raffiner, Nyss. 1, 624a, 675d.
Étym. μυρεψός.