Μυριανδρικός

μυρίανδρος

Μυρίανδρος
μυρί·ανδρος, ος, ον [] qui contient ou peut contenir dix mille hommes, Plat. Ep. 337c ; Isocr. 286e ; Arstt. Pol. 2, 8, 2.
Étym. μυρίοι, ἀνήρ.