Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλάσιος
μυριονταδικός,
ή, όν,
qui se multiplie par 10 000 :
μυριονταδικὸν διπλοῦν,
Théon 2
Ptol.
p. 23,
10 000 fois 10 000
ou
cent millions.
Étym.
*μυριοντάς,
de
μυρίοι
.