μυριόφιλος

μυριοφόρος

μυριόφορτος
μυριο·φόρος, ος, ον [] c. μυριαγωγός, Thc. 7, 25 ; Ctés. (Phot. p. 45, 26) ; Phil. 2, 514.
Étym. μ. φέρω.