μυριοπληθής

μυριόπους

μυρίος
μυριό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος []
1 qui a 10 000 pieds, aux pieds innombrables, Nic. Th. 812 ||
2 long ou large de 10 000 pieds, Th. C.P. 6, 2, 4.
Étym. μ. πούς.