μυριοστημόριον

μυριοστός

μυριοστύς
μυριοστός, ή, όν [] dix-millième, Xén. Cyr. 2, 3, 6 ; Plat. Leg. 656e ; Arstt. Rhet. 2, 8, 10.
Étym. μυρίος.