μυριόφωνος

μυρίπνοος-ους

μυρισμός
μυρί·πνοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] au souffle parfumé, Archyt. (Plut. M. 295a) ; Anth. 11, 27.
Étym. μύρον, πνέω.