μυρμηκίας λίθος

μυρμηκιασμός

μυρμηκιάω-ῶ
μυρμηκιασμός, οῦ () éruption de verrues accompagnée de fourmillement, Gal. l. 3 περὶ εὐπορίστων, p. 450, 36.
Étym. μυρμηκιάω.