μυρμηκίτης λίθος

μυρμηκοειδής

μυρμηκολέων
μυρμηκο·ειδής, ής, ές, qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis, Cass. Probl. 19.
Étym. μύρμηξ, εἶδος.