Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μυρμηκολέων
μυρμηκώδης
μυρμηκώεις
μυρμηκώδης,
ης, ες,
c.
μυρμηκοειδής,
Plut.
M.
458
c
,
525
e
.
Étym.
μύρμηξ, -ωδης
.