μύρμος

μυροϐάλανος

μυροϐαφής
μυρο·ϐάλανος, ου () [ῠᾰᾰ] gland parfumé, myrobolan, sorte de parfum, Arstt. Plant. 2 fin ; Arét. p. 107, 26, etc.
Étym. μύρον, βάλανος.