Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυρο·σταγής,
ής, ές
[
ῠᾰ
] qui distille des parfums,
Anon.
(
Suid.
v
o
ἀναδούμενος
).
Étym.
μύρον, στάζω
.