μυρσίνιος

μυρσινίτης

μυρσινοειδής
μυρσινίτης, att. μυρρινίτης οἶνος () [ῐν]
1 c. μυρρινίτης, Diosc. 5, 37 ||
2 ὁ μ. sorte de τιθύμαλλος, Diosc. 5, 37 ||
E μυρρινίτης, El. V.H. 12, 31.
Étym. μυρσίνη.