Μυρτίσκη

μυρτίτης οἶνος

μυρτομιγής
μυρτίτης οἶνος ()
1 c. μυρσινίτης, Diosc. 5, 36 ||
2 sorte de τιθύμαλλος, Th. H.P. 9, 11, 9.
Étym. μύρτος.