μυρτομιγής

μύρτον

μυρτοπέταλον
μύρτον, ου (τὸ)
1 baie de myrte, Ar. Av. 62, 160, 1100 ; Plat. Rsp. 372c ||
2 c. κλειτορίς, Ar. Lys. 1004.
Étym. μύρτος.