Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μυστοδότης
μυστριοπώλης
μύστρον
μυστριο·πώλης,
ου
(
ὁ
)
marchand de petites cuillers,
Nicoph.
(
Ath.
126
e
).
Étym.
μυστρίον,
dim. de
μύστρον,
πωλέω
.