μυστηριώδης

μυστηριῶτις

μύστης
μυστηριῶτις, ιδος [ῐδ] adj. f. relatif aux mystères, Alciphr. 1, 39, p. 240 ; Philstr. p. 191, 31 ; μ. σπονδή, Eschn. 45, 38 ; 46, 25, trêve pendant la célébration des mystères d’Éleusis.
Étym. μυστήριον.