μυθογραφία

μυθογράφος

μυθοειδῶς
μυθο·γράφος, ου () [ῡᾰ] qui écrit des récits fabuleux, Pol. 4, 40, 2 ; DH. 1, 35, 15 Reiske ; Plut. Thes. 1.
Étym. μῦθος, γράφω.