μυθολογέω-ῶ

μυθολόγημα

μυθολογητέον
μυθολόγημα, ατος (τὸ) [] récit fabuleux, Plat. Leg. 663e, Phædr. 229c ; Plut. Thes. 14 ; Luc. Philops. 37.
Étym. μυθολογέω.