μηχανοίατο

μηχανοποιέω-ῶ

μηχανοποίημα
μηχανοποιέω-ῶ [] fabriquer des machines, Hpc. 763a ; au pass. Hpc. 772a ||
Moy. m. sign. Hpc. 765b.
Étym. μηχανοποιός.