μηχανορραφέω-ῶ

μηχανορράφος

μηχανουργία
μηχανο·ρράφος, ος, ον [ᾰᾰ] qui trame des machinations, Soph. O.R. 387 ; avec le gén. Eur. Andr. 447.
Étym. μηχανή, ῥάπτω.