μηχάνημα

μηχάνησις

μηχανητέον
μηχάνησις, εως () [] machine, appareil, Hpc. Art. 834 ; Pol. 1, 22, 7 ||
E Dor. μαχάνασις [μᾱνᾱ] Théagès p. 862.
Étym. μηχανάω.