μηδέτερος

μηδετέρωθεν

μηδετέρως
μηδετέρωθεν, adv. d’aucun des deux côtés, Corn. C. 17, p. 171 ; Lib. t. 3, p. 4, 11.
Étym. μηδέτερος, -θεν.