Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μῆλας
μηλέα
μηλείη
μηλέα,
ας
(
ἡ
)
pommier,
Od.
7, 115 ;
11, 589 ;
μ. Κυδωνία
(
v.
Κυδώνιος
) ;
μ. Μηδική
(
v.
Μηδικός
) ;
μ. Περσική,
Th.
C.P.
1, 11, 5,
pêcher ||
E
Acc. pl.
μηλέας,
dissyll. par syniz.
Od.
24, 340
(
μῆλον 1
).