μηλοϐοτήρ

μηλοϐότης

μηλόϐοτος
μηλο·ϐότης, ου () c. le préc. Eur. Cycl. 53 ; Anth. 9, 84 ||
E Dor. μηλοϐότας, Pd. I. 1, 48.