μηλοδόκος

μηλοδροπεύς

μηλοειδής
*μηλο·δροπεύς, dor. μαλο·δροπεύς (plur. nom. poét. -ῆες) [] qui cueille des pommes, Sapph. 94 (μῆλον 1, δρέπω).