μηλοφόνος

μηλοφορέω-ῶ

μηλοφορία
μηλοφορέω-ῶ (impf. dor. 3 sg. ἐμαλοφόρει) [] contenir (propr. porter) des pommes, Thcr. Epigr. 2, 4.
Étym. μηλοφόρος.