μηλοφόρος

μηλοφύλαξ

μηλόχρους
μηλο·φύλαξ, dor. μαλο-φύλαξ, ακος () [ᾱῠᾰκ] gardien de brebis ou de chèvres, berger, chevrier, A. Pl. 233 (μῆλον 2, φύλαξ).