μηνιαῖος

μηνίαμα

μηνιάω-ῶ
μηνίαμα, ατος (τὸ) [ᾱμ] c. μήνιμα, Spt. Sir. 40, 5 ; Bas. 3, 600 Migne.
Étym. μηνιάω.