Μηνόδωρος

μηνοειδής

μηνοειδῶς
μηνο·ειδής, ής, ές, en forme de demi-lune ou de croissant, Hdt. 1, 75 ; 8, 16 ; Thc. 2, 28 et 76 ; Xén. Hell. 4, 3, 10 ; Arstt. Cæl. 2, 11 ; Plut. Fab. 16, M. 157b.
Étym. μήν, εἶδος.