μήνσορες

μήνυμα

μήνυσις
μήνυμα, ατος (τὸ) [] indication, Thc. 6, 62 ; Cléarq. (Ath. 457) ; au pl. Orph. H. 85, 16 ; Man. 4, 556.
Étym. μηνύω.