μήρυγμα

μηρυκάζω

μηρυκάομαι-ῶμαι
μηρυκάζω [] c. le suiv. Arstt. H.A. 2, 17, 8, etc. ; τὰ μηρυκάζοντα, Arstt. H.A. 3, 21, 7, les ruminants.