μητραγυρτέω-ῶ

μητραγύρτης

μητραδελφεός
μητρ·αγύρτης, ου () [] prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse, Arstt. Rhet. 3, 2.
Étym. μήτηρ, ἀγείρω.