μητραδελφεός

μητραλοίας

μητρεγχύτης
μητρ·αλοίας, ου () [ᾰᾱ] meurtrier de sa mère, Eschl. Eum. 153, 210 ; Plat. Leg. 881a, etc.
Étym. μ. ἀλοιάω.