μητρόληπτος

μητρομήτωρ

μητρομιξία
μητρο·μήτωρ, ορος () grand’mère maternelle, El. N.A. 11, 16 ||
E Dor. ματρομάτωρ [ᾱᾱ] Pd. O. 6, 84.
Étym. μήτηρ redoublé.