μητροφθόρος

μητροφόνος

μητροφόντης
μητρο·φόνος, ος, ον, qui tue sa mère, meurtrier de sa mère, parricide, Eschl. Eum. 257, 268 ||
E Dor. ματροφόνος [] Eschl. ll. cc.
Étym. μ. πεφνεῖν.