μητροπολῖτις

μητροπόλος

μητρόρριπτος
μητρο·πόλος, dor. ματρο·πόλος, ος, ον [] qui prend soin des mères (Heileithyia) Pd. P. 3, 9.
Étym. μ. -πολος ; cf. αἰπόλος, etc.