μωλύω

μωλωπίζω

μωλωπικός
μωλωπίζω (ao. ἐμωλώπισα, pf. pass. part. μεμωλωπισμένος) meurtrir, DL. 7, 23 ; Plut. M. 126c ; Aqu. Cant. 5, 8.
Étym. μώλωψ.