ναυκρατητικός

ναυκρατία

Ναύκρατις
ναυκρατία, ας () [ᾰτ] victoire ou domination sur mer, And. (Phot. p. 288, 23) ; DC. 49, 7 ; 51, 21 ; 53, 27.
Étym. ναυκράτης.