νεκυομαντεία

νεκυομαντεῖον

νεκυόμαντις
νεκυο·μαντεῖον, ου (τὸ) c. νεκρομαντεῖον, DS. 4, 22 ; Plut. Cim. 6 ; Paus. 9, 30, 6.
Étym. cf. le préc.