νεοχάρακτος

νεοχμός

νεοχμόω-ῶ
νεοχμός, ός, όν :
1 nouveau, neuf, Eschl. Pr. 150, etc. ; Soph. Tr. 260, Ant. 156 ; Eur. Suppl. 1057 ; Hdt. 9, 99, 104 ||
2 nouveau, étrange, Ar. Th. 701.
Étym. νέος.
νεοχμός, οῦ () c. νεόχμωσις, DC. 38, 3.