Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
νεοκατάχριστος
νεοκατήχητος
νεοκάτοικος
νεο·κατήχητος,
ος, ον,
nouvellement catéchisé, néophyte,
Clém.
805 ;
Chrys.
4, 161
.
Étym.
ν. κατηχέομαι
.