Νεολᾴδας

νεολαία

Νεολαΐδας
νεο·λαία, ας () troupe de jeunes gens, Eschl. Pers. 668, Suppl. 686 ; Eur. Alc. 103 ; Thcr. Idyl. 18, 24 ; Hdn 4, 9, 7, etc.
Étym. ν. λαός.