νεόληπτος

νεόλουτος

νέομαι
νεό·λουτος, ος, ον, qui vient de se baigner, Hpc. 264, 16 ||
E Avec redoubl. par nécessité prosod. νεόλλουτος, Hh. Merc. 241.
Étym. ν. λούω.