νεοφθίμενος

νεόφοιτος

νεόφονος
νεό·φοιτος, ος, ον :
1 nouvellement arrivé, Col. 383 ; Triphiod. 365 ||
2 nouvellement visité, Anth. 7, 699.
Étym. ν. φοιτάω.