νεοσκύλευτος

νεόσμηκτος

νεοσπαδής
νεό·σμηκτος, ος, ον :
1 fraîchement poli, Il. 13, 342 ; Plut. Æmil. 32 ||
2 fraîchement taillé, Anth. 6, 227.
Étym. ν. σμήχω.